- καταγραφή
- ηαναγραφή διάφορων αντικειμένων, καταχώριση, εγγραφή: Έγινε καταγραφή της κινητής και ακίνητης περιουσίας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταγραφή — drawing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek
καταγραφῇ — καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφῆι , καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφῃ — καταγράφω scratch pres subj mp 2nd sg καταγράφω scratch pres ind mp 2nd sg καταγράφω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῆι — καταγραφῇ , καταγράφω scratch aor subj pass 3rd sg καταγραφεύς cataloguer masc dat sg (epic ionic) καταγραφῇ , καταγραφή drawing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουόγραμμα — Καταγραφή της ακουστικής ικανότητας ενός ατόμου με γραφική παράσταση αποτελεσμάτων ακουομετρικής εξέτασης … Dictionary of Greek
καταγραφαῖς — καταγραφή drawing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφαί — καταγραφή drawing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφήν — καταγραφή drawing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)